ερωτηματικός
Greek
Adjective
ερωτηματικός • (erotimatikós) m (feminine ερωτηματική, neuter ερωτηματικό)
- interrogative, questioning
- ερωτηματικές προτάσεις
- interrogative sentence
- ερωτηματικές προτάσεις
Declension
declension of ερωτηματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερωτηματικός | ερωτηματική | ερωτηματικό | ερωτηματικοί | ερωτηματικές | ερωτηματικά |
genitive | ερωτηματικού | ερωτηματικής | ερωτηματικού | ερωτηματικών | ερωτηματικών | ερωτηματικών |
accusative | ερωτηματικό | ερωτηματική | ερωτηματικό | ερωτηματικούς | ερωτηματικές | ερωτηματικά |
vocative | ερωτηματικέ | ερωτηματική | ερωτηματικό | ερωτηματικοί | ερωτηματικές | ερωτηματικά |
Derived terms
- ερωτηματική αντωνυμία f (erotimatikí antonymía, “interrogative pronoun”)
Related terms
- ερωτώ (erotó, “to ask, to question, to enquire”)
- ερώτηση f (erótisi, “question”)
- ερωτηματικό n (erotimatikó, “question mark”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.