εσώκλειστος
Greek
Adjective
εσώκλειστος • (esókleistos) m (feminine εσώκλειστη, neuter εσώκλειστο)
- enclosed (in a mailing)
Declension
declension of εσώκλειστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εσώκλειστος | εσώκλειστη | εσώκλειστο | εσώκλειστοι | εσώκλειστες | εσώκλειστα |
genitive | εσώκλειστου | εσώκλειστης | εσώκλειστου | εσώκλειστων | εσώκλειστων | εσώκλειστων |
accusative | εσώκλειστο | εσώκλειστη | εσώκλειστο | εσώκλειστους | εσώκλειστες | εσώκλειστα |
vocative | εσώκλειστε | εσώκλειστη | εσώκλειστο | εσώκλειστοι | εσώκλειστες | εσώκλειστα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.