ετεροφυλόφιλος
Greek
Etymology
From ετερο- (etero-, “other, hetero-”) + φύλο (fýlo, “gender, sex”) + -φιλος (-filos, “-friend, -phile”), calque of English heterosexual.
Pronunciation
- IPA(key): /eteɾofiˈlofilos/
- Hyphenation: ε‧τε‧ρο‧φυ‧λό‧φι‧λος
Adjective
ετεροφυλόφιλος • (eterofylófilos) m (feminine ετεροφυλόφιλη, neuter ετεροφυλόφιλο)
- (only of people) heterosexual, straight (attracted to the opposite sex)
Declension
declension of ετεροφυλόφιλος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ετεροφυλόφιλος | ετεροφυλόφιλη | ετεροφυλόφιλο | ετεροφυλόφιλοι | ετεροφυλόφιλες | ετεροφυλόφιλα |
genitive | ετεροφυλόφιλου | ετεροφυλόφιλης | ετεροφυλόφιλου | ετεροφυλόφιλων | ετεροφυλόφιλων | ετεροφυλόφιλων |
accusative | ετεροφυλόφιλο | ετεροφυλόφιλη | ετεροφυλόφιλο | ετεροφυλόφιλους | ετεροφυλόφιλες | ετεροφυλόφιλα |
vocative | ετεροφυλόφιλε | ετεροφυλόφιλη | ετεροφυλόφιλο | ετεροφυλόφιλοι | ετεροφυλόφιλες | ετεροφυλόφιλα |
Antonyms
- ομοφυλόφιλος (omofylófilos)
Related terms
- ετεροφυλοφιλία f (eterofylofilía, “heterosexuality”)
- ετεροφυλοφιλικός (eterofylofilikós, “heterosexual”) (non-person adjective)
- ετεροφυλοφιλικά (eterofylofiliká, “heterosexually”) (adverb)
Noun
ετεροφυλόφιλος • (eterofylófilos) m (plural ετεροφυλόφιλοι)
- heterosexual, straight (male heterosexual)
Declension
declension of ετεροφυλόφιλος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ετεροφυλόφιλος • | ετεροφυλόφιλοι • | |
genitive | ετεροφυλόφιλου • | ετεροφυλόφιλων • | |
accusative | ετεροφυλόφιλο • | ετεροφυλόφιλους • | |
vocative | ετεροφυλόφιλε • | ετεροφυλόφιλοι • | |
Genitive plural also sometimes seen: ετεροφυλοφίλων (eterofylofílon) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.