ηλεκτροσπασμοθεραπεία
Greek
Etymology
From ηλεκτρο- (ilektro-, “cross”) + σπασμός (spasmós, “convulsion”) + θεραπεία (therapeía, “therapy”), a calque of English electroconvulsive therapy.
Noun
ηλεκτροσπασμοθεραπεία • (ilektrospasmotherapeía) f (uncountable)
Declension
Declension of ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ilektrospasmotherapeía)
singular | |
---|---|
nominative | ηλεκτροσπασμοθεραπεία • |
genitive | ηλεκτροσπασμοθεραπείας • |
accusative | ηλεκτροσπασμοθεραπεία • |
vocative | ηλεκτροσπασμοθεραπεία • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.