ηλιοκεντρικός
Greek
Adjective
ηλιοκεντρικός • (iliokentrikós) m (feminine ηλιοκεντρική, neuter ηλιοκεντρικό)
Declension
declension of ηλιοκεντρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηλιοκεντρικός | ηλιοκεντρική | ηλιοκεντρικό | ηλιοκεντρικοί | ηλιοκεντρικές | ηλιοκεντρικά |
genitive | ηλιοκεντρικού | ηλιοκεντρικής | ηλιοκεντρικού | ηλιοκεντρικών | ηλιοκεντρικών | ηλιοκεντρικών |
accusative | ηλιοκεντρικό | ηλιοκεντρική | ηλιοκεντρικό | ηλιοκεντρικούς | ηλιοκεντρικές | ηλιοκεντρικά |
vocative | ηλιοκεντρικέ | ηλιοκεντρική | ηλιοκεντρικό | ηλιοκεντρικοί | ηλιοκεντρικές | ηλιοκεντρικά |
Antonyms
- γεωκεντρικός (geokentrikós, “geocentric”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.