ηλιοτρόπιο
Greek
Noun
ηλιοτρόπιο • (iliotrópio) n (plural ηλιοτρόπια)
Declension
declension of ηλιοτρόπιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλιοτρόπιο • | ηλιοτρόπια • |
genitive | ηλιοτροπίου • | ηλιοτροπίων • |
accusative | ηλιοτρόπιο • | ηλιοτρόπια • |
vocative | ηλιοτρόπιο • | ηλιοτρόπια • |
Related terms
- ηλιοτροπισμός m (iliotropismós, “heliotopism”)
- ηλιοτροπία f (iliotropía, “heliotopism”)
- χαρτί ηλιοτροπίου n (chartí iliotropíou, “litmus paper”)
- and see: ήλιος m (ílios, “sun”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.