ηωαρχαιοζωικός
See also: Ηωαρχαιοζωικός
Greek
Adjective
ηωαρχαιοζωικός • (ioarchaiozoikós) m (feminine ηωαρχαιοζωική, neuter ηωαρχαιοζωικό)
Declension
declension of ηωαρχαιοζωικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηωαρχαιοζωικός | ηωαρχαιοζωική | ηωαρχαιοζωικό | ηωαρχαιοζωικοί | ηωαρχαιοζωικές | ηωαρχαιοζωικά |
genitive | ηωαρχαιοζωικού | ηωαρχαιοζωικής | ηωαρχαιοζωικού | ηωαρχαιοζωικών | ηωαρχαιοζωικών | ηωαρχαιοζωικών |
accusative | ηωαρχαιοζωικό | ηωαρχαιοζωική | ηωαρχαιοζωικό | ηωαρχαιοζωικούς | ηωαρχαιοζωικές | ηωαρχαιοζωικά |
vocative | ηωαρχαιοζωικέ | ηωαρχαιοζωική | ηωαρχαιοζωικό | ηωαρχαιοζωικοί | ηωαρχαιοζωικές | ηωαρχαιοζωικά |
Related terms
- Ηωαρχαιοζωικός m (Ioarchaiozoikós, “(the) Eoarchean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
Further reading
Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.