θερμομονωτικός
Greek
Declension
declension of θερμομονωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θερμομονωτικός | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | θερμομονωτικοί | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά |
genitive | θερμομονωτικού | θερμομονωτικής | θερμομονωτικού | θερμομονωτικών | θερμομονωτικών | θερμομονωτικών |
accusative | θερμομονωτικό | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | θερμομονωτικούς | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά |
vocative | θερμομονωτικέ | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | θερμομονωτικοί | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά |
Derived terms
- θερμομονωτικό υλικό n (thermomonotikó ylikó, “heat insulation material, lagging”)
Related terms
- θερμικός (thermikós, “thermal”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.