ιδιοδεκτικότητα
Greek
Etymology
ιδιοδεκτικός (idiodektikós, “proprioceptive”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Declension
Declension of ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótita)
singular | |
---|---|
nominative | ιδιοδεκτικότητα • |
genitive | ιδιοδεκτικότητας • |
accusative | ιδιοδεκτικότητα • |
vocative | ιδιοδεκτικότητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.