ιδιωματισμός
Greek
Noun
ιδιωματισμός • (idiomatismós) m (plural ιδιωματισμοί)
- (linguistics) idiom
- (linguistics) locution
- (figuratively) style (of design, fashion, etc)
Declension
declension of ιδιωματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιωματισμός • | ιδιωματισμοί • |
genitive | ιδιωματισμού • | ιδιωματισμών • |
accusative | ιδιωματισμό • | ιδιωματισμούς • |
vocative | ιδιωματισμέ • | ιδιωματισμοί • |
Synonyms
- ιδίωμα (idíoma)
Related terms
- ιδιωματικός (idiomatikós, “idiomatic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.