ικανότητα
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἱκανότης (hikanótēs), equivalent to ικανός (ikanós, “capable, able”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
ικανότητα • (ikanótita) f (plural ικανότητες)
Declension
declension of ικανότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ικανότητα • | ικανότητες • |
genitive | ικανότητας • | ικανοτήτων • |
accusative | ικανότητα • | ικανότητες • |
vocative | ικανότητα • | ικανότητες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.