ισοδύναμος
Greek
Adjective
ισοδύναμος • (isodýnamos) m (feminine ισοδύναμη, neuter ισοδύναμο)
- equivalent
- ισοδύναμη δόση ― isodýnami dósi ― equivalent dose
Declension
declension of ισοδύναμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισοδύναμος | ισοδύναμη | ισοδύναμο | ισοδύναμοι | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
genitive | ισοδύναμου | ισοδύναμης | ισοδύναμου | ισοδύναμων | ισοδύναμων | ισοδύναμων |
accusative | ισοδύναμο | ισοδύναμη | ισοδύναμο | ισοδύναμους | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
vocative | ισοδύναμε | ισοδύναμη | ισοδύναμο | ισοδύναμοι | ισοδύναμες | ισοδύναμα |
Synonyms
- αντίστοιχος (antístoichos)
Related terms
- ισοδύναμο βάρος n (isodýnamo város, “equivalent weight”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.