καθαριότητα
Greek
Declension
declension of καθαριότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθαριότητα • | καθαριότητες • |
genitive | καθαριότητας • | — |
accusative | καθαριότητα • | καθαριότητες • |
vocative | καθαριότητα • | καθαριότητες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.