καλικάντζαρος
Greek
Etymology
Etymology unknown.
Pronunciation
- IPA(key): /kaliˈkandzaɾos/
- Hyphenation: κα‧λι‧κά‧ντζα‧ρος
Noun
καλικάντζαρος • (kalikántzaros) m (plural καλικάντζαροι)
- (mythology, folklore) gremlin, goblin (creature which according to Greek folklore lives underground and comes up on Christmas Day to cause minor mischief, like putting out fires, and disappearing back into the earth on the feast of the Epiphany)
- Ποιος έσπασε το πιάτο; Πρέπει να 'ταν ο καλικάντζαρος, ε; ― Poios éspase to piáto? Prépei na 'tan o kalikántzaros, e? ― Who broke this plate? It must have been a gremlin, eh?
Declension
declension of καλικάντζαρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλικάντζαρος • | καλικάντζαροι • |
genitive | καλικάντζαρου • καλικαντζάρου • | καλικάντζαρων • καλικαντζάρων • |
accusative | καλικάντζαρο • | καλικάντζαρους • καλικαντζάρους • |
vocative | καλικάντζαρε • | καλικάντζαροι • |
Derived terms
- καλικαντζαράκι n (kalikantzaráki) (diminutive)
- καλικαντζαρούδι n (kalikantzaroúdi) (diminutive)
Synonyms
- (gremlin, goblin): παγανός m (paganós), παγανό n (paganó)
Related terms
- ξωτικό n (xotikó, “elf, pixie”)
Further reading
Kallikantzaros on Wikipedia.Wikipedia
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.