καλλιγράφος
Greek
Noun
καλλιγράφος • (kalligráfos) m or f (plural καλλιγράφοι)
- calligrapher
- a person with attractive handwriting
Declension
declension of καλλιγράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλλιγράφος • | καλλιγράφοι • |
genitive | καλλιγράφου • | καλλιγράφων • |
accusative | καλλιγράφο • | καλλιγράφους • |
vocative | καλλιγράφε • | καλλιγράφοι • |
Related terms
- καλλιγραφία f (kalligrafía, “calligraphy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.