καμερουνέζικος
Greek
Adjective
καμερουνέζικος • (kamerounézikos) m (feminine καμερουνέζικη, neuter καμερουνέζικο)
- Cameroonian (relating to Cameroon or its people)
Declension
declension of καμερουνέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καμερουνέζικος | καμερουνέζικη | καμερουνέζικο | καμερουνέζικοι | καμερουνέζικες | καμερουνέζικα |
genitive | καμερουνέζικου | καμερουνέζικης | καμερουνέζικου | καμερουνέζικων | καμερουνέζικων | καμερουνέζικων |
accusative | καμερουνέζικο | καμερουνέζικη | καμερουνέζικο | καμερουνέζικους | καμερουνέζικες | καμερουνέζικα |
vocative | καμερουνέζικε | καμερουνέζικη | καμερουνέζικο | καμερουνέζικοι | καμερουνέζικες | καμερουνέζικα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.