καστανομάτης
Greek
Adjective
καστανομάτης • (kastanomátis) m (feminine καστανομάτα, neuter καστανομάτικο)
Declension
declension of καστανομάτης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανομάτης | καστανομάτα | καστανομάτικο | καστανομάτηδες | καστανομάτες | καστανομάτικα |
genitive | καστανομάτη | καστανομάτας | καστανομάτικου | καστανομάτηδων | — | καστανομάτικων |
accusative | καστανομάτη | καστανομάτα | καστανομάτικο | καστανομάτηδες | καστανομάτες | καστανομάτικα |
vocative | καστανομάτη | καστανομάτα | καστανομάτικο | καστανομάτηδες | καστανομάτες | καστανομάτικα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.