κατάδυση
Greek
Noun
κατάδυση • (katádysi) f (plural καταδύσεις)
Declension
declension of κατάδυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάδυση • | καταδύσεις • |
genitive | κατάδυσης • καταδύσεως • | καταδύσεων • |
accusative | κατάδυση • | καταδύσεις • |
vocative | κατάδυση • | καταδύσεις • |
Antonyms
- ανάδυση (anádysi, “surfacing”)
Related terms
- καταδύομαι (katadýomai, “to dive”)
- καταδυτικός (katadytikós, “diving”)
- καταδυτικός κώδων m (katadytikós kódon, “diving bell”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.