κατάκλειστος
Greek
Declension
declension of κατάκλειστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάκλειστος | κατάκλειστη | κατάκλειστο | κατάκλειστοι | κατάκλειστες | κατάκλειστα |
genitive | κατάκλειστου | κατάκλειστης | κατάκλειστου | κατάκλειστων | κατάκλειστων | κατάκλειστων |
accusative | κατάκλειστο | κατάκλειστη | κατάκλειστο | κατάκλειστους | κατάκλειστες | κατάκλειστα |
vocative | κατάκλειστε | κατάκλειστη | κατάκλειστο | κατάκλειστοι | κατάκλειστες | κατάκλειστα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.