κατάχρηση
Greek
Etymology
From Ancient Greek κατάχρησις (katákhrēsis).
Declension
declension of κατάχρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάχρηση • | καταχρήσεις • |
genitive | κατάχρησης • καταχρήσεως • | καταχρήσεων • |
accusative | κατάχρηση • | καταχρήσεις • |
vocative | κατάχρηση • | καταχρήσεις • |
See also
- βρισιές f pl (vrisiés, “verbal abuse”)
Further reading
- κατάχρηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.