κατηγορούμενο
Greek
Noun
κατηγορούμενο • (katigoroúmeno) n (plural κατηγορούμενα)
- (grammar, linguistics) predicative
- "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
- "George is wicked" - The predicative of the subject is the adjective "wicked".
- "Ο Γιώργος είναι πονηρός" - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο "πονηρός".
Declension
declension of κατηγορούμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατηγορούμενο • | κατηγορούμενα • |
genitive | κατηγορουμένου • | κατηγορουμένων • |
accusative | κατηγορούμενο • | κατηγορούμενα • |
vocative | κατηγορούμενο • | κατηγορούμενα • |
Related terms
- κατηγόρημα n (katigórima, “predicate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.