κλαρινογαμπρός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /klaɾinoɣamˈbɾos/
- Hyphenation: κλα‧ρι‧νο‧γα‧μπρός
Noun
κλαρινογαμπρός • (klarinogamprós) m (plural κλαρινογαμπροί, feminine κλαρινογκόμενα)
- (colloquial, derogatory, humorous) metrosexual womanizer, metrosexual fuckboy (man, excessively concerned with his appearance, who sleeps with women without any intention of having a relationship with them)
- Βγαίνεις την Παρασκευή και βλέπεις ένα σωρό κλαρινογαμπρούς στα μπαρς. ― Vgaíneis tin Paraskeví kai vlépeis éna soró klarinogamproús sta bars. ― You go out on a Friday and see a load of fuckboys in the bars.
Declension
declension of κλαρινογαμπρός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κλαρινογαμπρός • | κλαρινογαμπροί • |
genitive | κλαρινογαμπρού • | κλαρινογαμπρών • |
accusative | κλαρινογαμπρό • | κλαρινογαμπρούς • |
vocative | κλαρινογαμπρέ • | κλαρινογαμπροί • |
Related terms
- βλαχομοδάτος (vlachomodátos, “glitzy, gaudy”)
- κιτσοβόγκ (kitsovógk, “kitschy, vogue”)
- ποζερομοδάτος (pozeromodátos, “glitzy, gaudy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.