κομπιναδόρος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kombinaˈðoɾos/
- Hyphenation: κο‧μπι‧να‧δό‧ρος
Noun
κομπιναδόρος • (kompinadóros) m (plural κομπιναδόροι)
Declension
declension of κομπιναδόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κομπιναδόρος • | κομπιναδόροι • |
genitive | κομπιναδόρου • | κομπιναδόρων • |
accusative | κομπιναδόρο • | κομπιναδόρους • |
vocative | κομπιναδόρε • | κομπιναδόροι • |
Synonyms
- απατεώνας m (apateónas, “fraudster”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.