κουβανέζικος
Greek
Adjective
κουβανέζικος • (kouvanézikos) m (feminine κουβανέζικη, neuter κουβανέζικο)
- Katharevousa form of κουβανικός (kouvanikós)
Declension
declension of κουβανέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κουβανέζικος | κουβανέζικη | κουβανέζικο | κουβανέζικοι | κουβανέζικες | κουβανέζικα |
genitive | κουβανέζικου | κουβανέζικης | κουβανέζικου | κουβανέζικων | κουβανέζικων | κουβανέζικων |
accusative | κουβανέζικο | κουβανέζικη | κουβανέζικο | κουβανέζικους | κουβανέζικες | κουβανέζικα |
vocative | κουβανέζικε | κουβανέζικη | κουβανέζικο | κουβανέζικοι | κουβανέζικες | κουβανέζικα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.