κυλινδροπίστονο
Greek
Noun
κυλινδροπίστονο • (kylindropístono) n (plural κυλινδροπίστονα)
- (automotive) cylinder and piston (together)
Declension
declension of κυλινδροπίστονο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυλινδροπίστονο • | κυλινδροπίστονα • |
genitive | κυλινδροπίστονου • | κυλινδροπίστονων • |
accusative | κυλινδροπίστονο • | κυλινδροπίστονα • |
vocative | κυλινδροπίστονο • | κυλινδροπίστονα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.