κυστικός
Greek
Adjective
κυστικός • (kystikós) m
Declension
declension of κυστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυστικός | κυστική | κυστικό | κυστικοί | κυστικές | κυστικά |
genitive | κυστικού | κυστικής | κυστικού | κυστικών | κυστικών | κυστικών |
accusative | κυστικό | κυστική | κυστικό | κυστικούς | κυστικές | κυστικά |
vocative | κυστικέ | κυστική | κυστικό | κυστικοί | κυστικές | κυστικά |
Related terms
- κύστη f (kýsti, “cyst”)
- κυστική ίνωση f (kystikí ínosi, “cystic fibrosis”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.