κύμα
See also: κῦμα
Greek
Etymology
From Ancient Greek κῦμα (kûma)
Declension
Related terms
κύμα
- ακύμαντα (akýmanta)
- ακύμαντος (akýmantos)
- ακυμάτιστα (akymátista)
- ακυμάτιστος (akymátistos)
- ακύματος (akýmatos)
- ανεκύμαντος (anekýmantos)
- αντικυμάτωση (antikymátosi)
- αφρόκυμα (afrókyma)
- αφροκύματος (afrokýmatos)
- αφροκυματούσα (afrokymatoúsa)
- διακύμανση (diakýmansi)
- κυμαίνομαι (kymaínomai)
- κύμανση (kýmansi)
- κυματίζω (kymatízo)
- κυματικός (kymatikós)
- κυμάτιο (kymátio)
- κυμάτισμα (kymátisma)
- κυματισμός (kymatismós)
- κυματιστός (kymatistós)
- κυματοειδής (kymatoeidís)
- κυματοθραύστης (kymatothráfstis)
- κυματομορφή (kymatomorfí)
- κυματώδης (kymatódis)
- μικροκύματα (mikrokýmata)
- πολυκύμαντος (polykýmantos)
- προκυμαία (prokymaía)
- ραδιοκύματα (radiokýmata)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.