λογαριασμός
Greek
Noun
λογαριασμός • (logariasmós) m (plural λογαριασμοί)
Declension
declension of λογαριασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογαριασμός • | λογαριασμοί • |
genitive | λογαριασμού • | λογαριασμών • |
accusative | λογαριασμό • | λογαριασμούς • |
vocative | λογαριασμέ • | λογαριασμοί • |
Synonyms
- (invoice): τιμολόγιο n (timológio)
Related terms
- ανοιχτοί λογαριασμοί (anoichtoí logariasmoí)
- βάζω σε λογαριασμό (vázo se logariasmó)
- δίνω λογαριασμό (díno logariasmó)
- είναι δικός μου λογαριασμός (eínai dikós mou logariasmós)
- ξεκαθάρισμα λογαριασμών (xekathárisma logariasmón)
- χάνω το λογαριασμό (cháno to logariasmó, “to lose count”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.