μαγειρείο
See also: μαγειρειό
Greek
Noun
μαγειρείο • (mageireío) n (plural μαγειρεία)
Declension
declension of μαγειρείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγειρείο • | μαγειρεία • |
genitive | μαγειρείου • | μαγειρείων • |
accusative | μαγειρείο • | μαγειρεία • |
vocative | μαγειρείο • | μαγειρεία • |
Synonyms
- (kitchen): κουζίνα f (kouzína, “kitchen, cookery”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.