μαλακτικό
Greek
Noun
μαλακτικό • (malaktikó) n (plural μαλατικά)
Declension
declension of μαλακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαλακτικό • | μαλακτικά • |
genitive | μαλακτικού • | μαλακτικών • |
accusative | μαλακτικό • | μαλακτικά • |
vocative | μαλακτικό • | μαλακτικά • |
Synonyms
- (conditioner): μαλατική f (malatikí)
Related terms
- μαλατικός (malatikós, “softening”)
See also
- μαλατική f (malatikí)
Further reading
μαλακτικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.