ματοκυλίζω
Greek
Verb
ματοκυλίζω • (matokylízo) (simple past ματοκύλισα, passive ματοκυλίζομαι)
- Alternative form of αιματοκυλίζω (aimatokylízo)
Conjugation
ματοκυλίζω ματοκυλίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ματοκυλίζω | ματοκυλίσω | ματοκυλίζομαι | ματοκυλιστώ |
2 sg | ματοκυλίζεις | ματοκυλίσεις | ματοκυλίζεσαι | ματοκυλιστείς |
3 sg | ματοκυλίζει | ματοκυλίσει | ματοκυλίζεται | ματοκυλιστεί |
1 pl | ματοκυλίζουμε, [‑ομε] | ματοκυλίσουμε, [‑ομε] | ματοκυλιζόμαστε | ματοκυλιστούμε |
2 pl | ματοκυλίζετε | ματοκυλίσετε | ματοκυλίζεστε, ματοκυλιζόσαστε | ματοκυλιστείτε |
3 pl | ματοκυλίζουν(ε) | ματοκυλίσουν(ε) | ματοκυλίζονται | ματοκυλιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ματοκύλιζα | ματοκύλισα | ματοκυλιζόμουν(α) | ματοκυλίστηκα |
2 sg | ματοκύλιζες | ματοκύλισες | ματοκυλιζόσουν(α) | ματοκυλίστηκες |
3 sg | ματοκύλιζε | ματοκύλισε | ματοκυλιζόταν(ε) | ματοκυλίστηκε |
1 pl | ματοκυλίζαμε | ματοκυλίσαμε | ματοκυλιζόμασταν, (‑όμαστε) | ματοκυλιστήκαμε |
2 pl | ματοκυλίζατε | ματοκυλίσατε | ματοκυλιζόσασταν, (‑όσαστε) | ματοκυλιστήκατε |
3 pl | ματοκύλιζαν, ματοκυλίζαν(ε) | ματοκύλισαν, ματοκυλίσαν(ε) | ματοκυλίζονταν, (ματοκυλιζόντουσαν) | ματοκυλίστηκαν, ματοκυλιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ματοκυλίζω ➤ | θα ματοκυλίσω ➤ | θα ματοκυλίζομαι ➤ | θα ματοκυλιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ματοκυλίζεις, … | θα ματοκυλίσεις, … | θα ματοκυλίζεσαι, … | θα ματοκυλιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ματοκυλίσει έχω, έχεις, … ματοκυλισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ματοκυλιστεί είμαι, είσαι, … ματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ματοκυλίσει είχα, είχες, … ματοκυλισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ματοκυλιστεί ήμουν, ήσουν, … ματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ματοκυλίσει θα έχω, θα έχεις, … ματοκυλισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ματοκυλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ματοκύλιζε | ματοκύλισε | — | ματοκυλίσου |
2 pl | ματοκυλίζετε | ματοκυλίστε | ματοκυλίζεστε | ματοκυλιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ματοκυλίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ματοκυλίσει ➤ | ματοκυλισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ματοκυλίσει | ματοκυλιστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- ματοκυλώ (matokyló)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.