μαυριτανικός
Greek
Adjective
μαυριτανικός • (mavritanikós) m (feminine μαυριτανική, neuter μαυριτανικό)
- Mauritanian (of or pertaining to Mauritania or its people)
Declension
declension of μαυριτανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαυριτανικός | μαυριτανική | μαυριτανικό | μαυριτανικοί | μαυριτανικές | μαυριτανικά |
genitive | μαυριτανικού | μαυριτανικής | μαυριτανικού | μαυριτανικών | μαυριτανικών | μαυριτανικών |
accusative | μαυριτανικό | μαυριτανική | μαυριτανικό | μαυριτανικούς | μαυριτανικές | μαυριτανικά |
vocative | μαυριτανικέ | μαυριτανική | μαυριτανικό | μαυριτανικοί | μαυριτανικές | μαυριτανικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.