μελανοκύτταρο
Greek
Etymology
μελανο- (melano-, “black”) + κύτταρο (kýttaro, “cell”)
Declension
declension of μελανοκύτταρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μελανοκύτταρο • | μελανοκύτταρα • |
genitive | μελανοκυττάρου • | μελανοκυττάρων • |
accusative | μελανοκύτταρο • | μελανοκύτταρα • |
vocative | μελανοκύτταρο • | μελανοκύτταρα • |
Related terms
- μελάνωμα n (melánoma, “melanoma”)
- μελανο- (melano-)
Further reading
μελανοκύτταρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.