μεμβράνη
Greek
Noun
μεμβράνη
•
(
memvráni
)
f
(
plural
μεμβράνες
)
membrane
film
(thin layer)
tegument
vellum
Declension
declension of μεμβράνη
singular
plural
nominative
μεμβράνη
•
μεμβράνες
•
genitive
μεμβράνης
•
μεμβρανών
•
accusative
μεμβράνη
•
μεμβράνες
•
vocative
μεμβράνη
•
μεμβράνες
•
See also
περγαμηνή
f
(
pergaminí
,
“
parchment
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.