μετανάστευση
Greek
Etymology
From Ancient Greek μεταναστεύω (metanasteúō).
Declension
declension of μετανάστευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετανάστευση • | μεταναστεύσεις • |
genitive | μετανάστευσης • μεταναστεύσεως • | μεταναστεύσεων • |
accusative | μετανάστευση • | μεταναστεύσεις • |
vocative | μετανάστευση • | μεταναστεύσεις • |
Related terms
- μετανάστης m (metanástis, “migrant”)
- μετανάστρια f (metanástria, “migrant”)
- μεταναστεύω (metanastévo, “to migrate”)
- μεταναστευτικός (metanasteftikós, “migratory”)
Further reading
- μετανάστευση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
μετανάστευση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.