μεταχειρισμένος
Greek
Adjective
μεταχειρισμένος • (metacheirisménos) m (feminine μεταχειρισμένη, neuter μεταχειρισμένο)
Declension
declension of μεταχειρισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταχειρισμένος | μεταχειρισμένη | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένοι | μεταχειρισμένες | μεταχειρισμένα |
genitive | μεταχειρισμένου | μεταχειρισμένης | μεταχειρισμένου | μεταχειρισμένων | μεταχειρισμένων | μεταχειρισμένων |
accusative | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένη | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένους | μεταχειρισμένες | μεταχειρισμένα |
vocative | μεταχειρισμένε | μεταχειρισμένη | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένοι | μεταχειρισμένες | μεταχειρισμένα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.