μετουσίωση
Greek
Noun
μετουσίωση • (metousíosi) f (plural μετουσιώωσεις)
Declension
declension of μετουσίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετουσίωση • | μετουσιώωσεις • |
genitive | μετουσίωσης • μετουσιώωσεως • | μετουσιώωσεων • |
accusative | μετουσίωση • | μετουσιώωσεις • |
vocative | μετουσίωση • | μετουσιώωσεις • |
Related terms
- μετουσιώνω (metousióno, “to transform, to transubstantiate”)
Further reading
μετουσίωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.