μιμόδραμα
Greek
Noun
μιμόδραμα
•
(
mimódrama
)
n
(
plural
μιμοδράματα
)
(
drama
)
mime
,
mime
show
Declension
declension of μιμόδραμα
singular
plural
nominative
μελόδραμα
•
μελόδραματα
•
genitive
μελόδραματος
•
μελοδραμάτων
•
accusative
μελόδραμα
•
μελόδραματα
•
vocative
μελόδραμα
•
μελόδραματα
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.