μονεγασκικός
Greek
Adjective
μονεγασκικός • (monegaskikós) m (feminine μονεγασκική, neuter μονεγασκικό)
- Monegasque (relating to Monaco or its people or language)
Declension
declension of μονεγασκικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μονεγασκικός | μονεγασκική | μονεγασκικό | μονεγασκικοί | μονεγασκικές | μονεγασκικά |
genitive | μονεγασκικού | μονεγασκικής | μονεγασκικού | μονεγασκικών | μονεγασκικών | μονεγασκικών |
accusative | μονεγασκικό | μονεγασκική | μονεγασκικό | μονεγασκικούς | μονεγασκικές | μονεγασκικά |
vocative | μονεγασκικέ | μονεγασκική | μονεγασκικό | μονεγασκικοί | μονεγασκικές | μονεγασκικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.