μονογαμία
Greek
Noun
μονογαμία • (monogamía) f (plural μονογαμίες)
- monogamy (permanent pair bond between two beings)
Declension
declension of μονογαμία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονογαμία • | μονογαμίες • |
genitive | μονογαμίας • | μονογαμιών • |
accusative | μονογαμία • | μονογαμίες • |
vocative | μονογαμία • | μονογαμίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.