μπιχλιμπίδι
Greek
Etymology
From Byzantine Greek λεμπλεμπίδι (lemplempídi, “roasted chickpeas”), from Turkish leblebi.
Pronunciation
- IPA(key): /bixliˈbiði/
- Hyphenation: μπι‧χλι‧μπί‧δι
Noun
μπιχλιμπίδι • (bichlimpídi) n (plural μπιχλιμπίδια)
- trinket, knick-knack, bric-a-brac, bauble (small showy ornament or piece of jewelry)
- Η γριά φορούσε διάφορα μπιχλιμπίδια μικρής αξίας. ― I griá foroúse diáfora mpichlimpídia mikrís axías. ― The old woman was wearing various cheap trinkets.
- (by extension, figuratively) trinket, trifle (anything of little importance or worth)
- Αυτή πάντα κουβαλάει ένα σωρό μπιχλιμπίδια στην τσάντα της. ― Aftí pánta kouvaláei éna soró mpichlimpídia stin tsánta tis. ― She always carries around a load of trinkets in her bag.
Declension
declension of μπιχλιμπίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπιχλιμπίδι • | μπιχλιμπίδια • |
genitive | μπιχλιμπιδιού • | μπιχλιμπιδιών • |
accusative | μπιχλιμπίδι • | μπιχλιμπίδια • |
vocative | μπιχλιμπίδι • | μπιχλιμπίδια • |
Synonyms
- (trinket, trifle): μικροαντικείμενο n (mikroantikeímeno)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.