νιοστός
Greek
Etymology
From νι (ni, “n”) + -οστός (-ostós, “adjectival ending”)
Adjective
νιοστός • (niostós) m (feminine νιοστή, neuter νιοστό)
- (mathematics) nth, representing an unspecified ordinal number, usually the terminal item in a series.
- Που αντιστοιχεί στο σωστό νιοστό όρο.
- Corresponding to the correct nth term.
- Που αντιστοιχεί στο σωστό νιοστό όρο.
Declension
declension of νιοστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νιοστός | νιοστή | νιοστό | νιοστοί | νιοστές | νιοστά |
genitive | νιοστού | νιοστής | νιοστού | νιοστών | νιοστών | νιοστών |
accusative | νιοστό | νιοστή | νιοστό | νιοστούς | νιοστές | νιοστά |
vocative | νιοστέ | νιοστή | νιοστό | νιοστοί | νιοστές | νιοστά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.