παλαιοπροτεροζωικός
See also: Παλαιοπροτεροζωικός
Greek
Adjective
παλαιοπροτεροζωικός • (palaioproterozoikós) m (feminine παλαιοπροτεροζωική, neuter παλαιοπροτεροζωικό)
Declension
declension of παλαιοπροτεροζωικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παλαιοπροτεροζωικός | παλαιοπροτεροζωική | παλαιοπροτεροζωικό | παλαιοπροτεροζωικοί | παλαιοπροτεροζωικές | παλαιοπροτεροζωικά |
genitive | παλαιοπροτεροζωικού | παλαιοπροτεροζωικής | παλαιοπροτεροζωικού | παλαιοπροτεροζωικών | παλαιοπροτεροζωικών | παλαιοπροτεροζωικών |
accusative | παλαιοπροτεροζωικό | παλαιοπροτεροζωική | παλαιοπροτεροζωικό | παλαιοπροτεροζωικούς | παλαιοπροτεροζωικές | παλαιοπροτεροζωικά |
vocative | παλαιοπροτεροζωικέ | παλαιοπροτεροζωική | παλαιοπροτεροζωικό | παλαιοπροτεροζωικοί | παλαιοπροτεροζωικές | παλαιοπροτεροζωικά |
Related terms
- Παλαιοπροτεροζωικός m (Palaioproterozoikós, “(the) Paleoproterozoic”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
Further reading
Προτεροζωικός μεγααιώνας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.