παράνυμφος
Greek
Alternative forms
- παράνυφος c (parányfos)
- παράνυφή f (parányfí)
- παράνυμφή f (paránymfí)
Declension
declension of παράνυμφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράνυμφος • | παράνυμφοι • |
genitive | παρανύμφου • | παρανύμφων • |
accusative | παράνυμφο • | παρανύμφους • |
vocative | παράνυμφε • | παράνυμφοι • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.