παραδεκτός
Greek
Alternative forms
- παραδεχτός (paradechtós) (informal)
Etymology
From Koine Greek παραδεκτός (paradektós), equivalent to παρα- (para-) + δεκτός (dektós, “accepted”).
Pronunciation
- IPA(key): /paɾaðeˈktos/
- Hyphenation: πα‧ρα‧δε‧κτός
Adjective
παραδεκτός • (paradektós) m (feminine παραδεκτή, neuter παραδεκτό)
- acceptable, accepted, admissible (worthy, decent, sure of being accepted)
- παραδεκτό επιχείρημα ― paradektó epicheírima ― accepted argument
- παραδεκτή στάση ― paradektí stási ― acceptable attitude
Declension
declension of παραδεκτός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παραδεκτός | παραδεκτή | παραδεκτό | παραδεκτοί | παραδεκτές | παραδεκτά |
genitive | παραδεκτού | παραδεκτής | παραδεκτού | παραδεκτών | παραδεκτών | παραδεκτών |
accusative | παραδεκτό | παραδεκτή | παραδεκτό | παραδεκτούς | παραδεκτές | παραδεκτά |
vocative | παραδεκτέ | παραδεκτή | παραδεκτό | παραδεκτοί | παραδεκτές | παραδεκτά |
Synonyms
- (acceptable, admissible): αποδεκτός (apodektós)
Antonyms
- (acceptable, admissible): απαράδεκτος (aparádektos, “unacceptable, inadmissible”)
Related terms
- παραδέχομαι (paradéchomai, “to admit, to accept”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.