παρότρυνση
Greek
Declension
declension of παρότρυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρότρυνση • | παροτρύνσεις • |
genitive | παρότρυνσης • παροτρύνσεως • | παροτρύνσεων • |
accusative | παρότρυνση • | παροτρύνσεις • |
vocative | παρότρυνση • | παροτρύνσεις • |
Synonyms
- εμψύχωση f (empsýchosi, “encouragement”)
- ενθάρρυνση f (enthárrynsi, “encouragement”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.