περιπολικό
Greek
Declension
declension of περιπολικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιπολικό • | περιπολικά • |
genitive | περιπολικού • | περιπολικών • |
accusative | περιπολικό • | περιπολικά • |
vocative | περιπολικό • | περιπολικά • |
Synonyms
- καρούμπαλο (karoúmpalo) (slang)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.