περόνη
Greek
Noun
περόνη • (peróni) f (plural περόνες)
- (anatomy) fibula (a bone in the leg)
- pin (used for fastening cloth etc)
- (engineering) pin (used in mechanisms)
- Τράβηξε την περόνη της χειροβομβίδας και την πέταξε.
- He pulled the grenade's pin and threw it.
- Τράβηξε την περόνη της χειροβομβίδας και την πέταξε.
Declension
declension of περόνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περόνη • | περόνες • |
genitive | περόνης • | περονών • |
accusative | περόνη • | περόνες • |
vocative | περόνη • | περόνες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.