πορτορικάνικος
See also: πορτορικανικός
Greek
Alternative forms
- πορτορικανικός (portorikanikós)
Adjective
πορτορικάνικος • (portorikánikos) m (feminine πορτορικάνικη, neuter πορτορικάνικο)
Declension
declension of πορτορικάνικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πορτορικάνικος | πορτορικάνικη | πορτορικάνικο | πορτορικάνικοι | πορτορικάνικες | πορτορικάνικα |
genitive | πορτορικάνικου | πορτορικάνικης | πορτορικάνικου | πορτορικάνικων | πορτορικάνικων | πορτορικάνικων |
accusative | πορτορικάνικο | πορτορικάνικη | πορτορικάνικο | πορτορικάνικους | πορτορικάνικες | πορτορικάνικα |
vocative | πορτορικάνικε | πορτορικάνικη | πορτορικάνικο | πορτορικάνικοι | πορτορικάνικες | πορτορικάνικα |
Further reading
πορτορικάνικος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.