πραγματικότητα
Greek
Etymology
πραγματικός (pragmatikós, “real, actual”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1787.
Declension
declension of πραγματικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πραγματικότητα • | πραγματικότητες • |
genitive | πραγματικότητας • | πραγματικοτήτων • |
accusative | πραγματικότητα • | πραγματικότητες • |
vocative | πραγματικότητα • | πραγματικότητες • |
Related terms
- εικονική πραγματικότητα f (eikonikí pragmatikótita, “virtual reality”)
- and see: πράγμα n (prágma, “thing, entity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.